- σκοτόφρων
- σκοτό-φρων, ὁ, ἡ, gen. φρονος,A dark-minded, gloss on the pr.n. Λυκόφρων, Sch.Lyc.1p.9Bachmann.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοτόφρων — ότοφρον, Α αυτός που έχει σκοτεινή τη διάνοια, που σκέπτεται με τρόπο σκοτεινό. [ΕΤΥΜΟΛ. Σκωπτική λ. που σχηματίστηκε κατά μίμηση τού κύριου ον. Λυκόφρων < σκότος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek